αργυροΰφαντος

αργυροΰφαντος
-ον
αυτός που έχει διακοσμηθεί με ασημένια κλωστή στην ύφανση του («αργυροΰφαντά άμφια»).
[ΕΤΥΜΟΛ. άργυρος + υφαντός < υφαίνω
Η λ. μαρτυρείται από το 1760 στον Γεώργιο Φατζέα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • άργυρος — Νεομάρτυρας και άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Καταγόταν από την Επανομή της Θεσσαλονίκης. Θανατώθηκε από τους γενίτσαρους, επειδή αρνήθηκε να γίνει εξωμότης, το 1806. Η μνήμη του τιμάται στις 11 Μαΐου. * * * ο (AM ἄργυρος) λευκό πολύτιμο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”